Στη Λάρισα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Είναι μια πόλη που ενώ αλλάζει ταυτότητα και ανεβαίνει κατηγορία, αφήνει τη νεότερη κληρονομιά της να χάνεται.
Απογοήτευση προκαλεί η μη κήρυξη ως διατηρητέου μνημείου της διώροφης γωνιακής οικίας Καπετάνου, στο κέντρο της Λάρισας, στην οδό Παπαναστασίου και Γρηγορίου Ε΄, απέναντι από τον ναό του Αγίου Νικολάου. Είναι ένα γοητευτικό σπίτι, από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει στη Λάρισα, το οποίο με απόφαση του ΥΠΠΟΑ δεν χαρακτηρίζεται, με αιτιολογία διατυπωμένη με την ξύλινη γλώσσα της γραφειοκρατίας και εμφανή απουσία γνώσης για την πόλη της Λάρισας.
Η οικία ανήκει σε ιδιώτες, οι οποίοι σαφώς έχουν έννομο δικαίωμα να αξιοποιήσουν την περιουσία τους. Το θέμα είναι τι κάνει το υπουργείο Πολιτισμού και ο Δήμος Λαρισαίων για την προστασία των ελάχιστων πλέον κτιρίων αρχιτεκτονικής αξίας ή αστικής ατμόσφαιρας στη Λάρισα.
Αρκεί να αναφέρει κανείς τον ιστορικής σημασίας Πύργο Χαροκόπου, τα ιδιαίτερου κάλλους δίδυμα σπίτια της οδού 31ης Αυγούστου και λίγα ακόμη σκόρπια σπίτια, τα οποία θα έπρεπε να τεθούν υπό προστασία με αποζημίωση των ιδιοκτητών στις περιπτώσεις ιδιωτικών περιουσιών.
Η Λάρισα είναι πλέον μια μεγαλούπολη με καλή αγορά, με εντυπωσιακή πολιτιστική υποδομή, με νέο περίπατο ανάμεσα στα οθωμανικά μνημεία, με ένα αρχαίο θέατρο στο κέντρο της πόλης γύρω από το οποίο θα οργανωθεί η νέα ταυτότητά της. Το Διάζωμα του Σταύρου Μπένου με την έμφαση που δίνει πλέον στο κεφάλαιο «Πόλεις» επιλέγει τη Λάρισα ως πόλη πρότυπο (με χαρακτηριστικά που υπηρετούν το μοντέλο της νέας βιωσιμότητας) ώστε να ηγηθεί μιας πορείας αστικής αναγέννησης στη χώρα μας.
Και την ίδια ώρα, υπάρχει μια αδυναμία αξιολόγησης του υπάρχοντος κτιριακού αποθέματος. Και η αδυναμία αυτή γεννά περαιτέρω δυσπιστία για το κατά πόσον τελικά υπάρχει βούληση για την προστασία της νεότερης αστικής κληρονομιάς της Λάρισας. Μία πόλη χωρίς υπεραξία είναι καταδικασμένη σε έναν μέσο όρο, που μακροπρόθεσμα γεννά θυλάκους υπανάπτυξης.
Η Λάρισα έχει όλα τα εφόδια να καλλιεργήσει τη νέα αυτοπεποίθηση στην οποία ούτως ή άλλως την οδηγούν όχι μόνο οι δυνατότητες που έχει αλλά η διεθνής ατζέντα των έξυπνων πόλεων, με όλα τα αναπτυξιακά και χρηματοδοτικά εργαλεία που προκύπτουν. Ολα αυτά όμως μένουν κενά περιεχομένου όταν μία πόλη δεν μπορεί να εκτιμήσει την τοπική ιστορία της και να ιεραρχήσει τις ποικίλες παραμέτρους μιας νέας πορείας.
Την οικία Καπετάνου την είχα περιεργαστεί επανειλημμένως σε περιπάτους με τα εκλεκτά μέλη της Φωτοθήκης της Λάρισας. Είναι ένα σπίτι που η στενή αντίληψη του ΥΠΠΟΑ το καταδικάζει καθώς είναι νεότερο των 100 ετών (ίσως να είναι… 95 ετών) και σύμφωνα με τη στείρα λογική των κρατικών οργάνων βρίσκεται σε περιοχή με νεότερες οικοδομές και χωρίς οπτική επαφή με το παρακείμενο διατηρητέο Νικόδημου-Θωμά. Με αυτή τη λογική καταστρέφονται (έως σήμερα) και οι γειτονιές της Αθήνας. Η πολιτεία και η τοπική αυτοδιοίκηση, αν ήθελαν, θα μπορούσαν χωρίς να αδικήσουν τους ιδιοκτήτες να προχωρήσουν σε μια συμβολική αλλά και ουσιαστική χειρονομία υπέρ της Λάρισας.
Το συγκεκριμένο σπίτι, όπως και άλλα αξιόλογα κτίρια της Λάρισας, είχε περιληφθεί στον κατάλογο που είχε συγκροτηθεί στις αρχές του 2021 από κοινού από τον αντιδήμαρχο, πολιτικό μηχανικό Ντίνο Διαμάντο και εκπροσώπους του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Λάρισας και της Φωτοθήκης.
Αραγε τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Λάρισας τον ακούει κανείς στην πόλη; Και τι νόημα είχε αυτή η καταγραφή των ιστορικών κτιρίων αν είναι να μένει στο συρτάρι; Η Λάρισα είναι από τις πόλεις που για μια σειρά από συγκυρίες έχει απολέσει το μεγαλύτερο ποσοστό της ιστορικής φυσιογνωμίας της. Είναι απογοητευτική η αδυναμία όσων έχουν θέση ισχύος να μην αντιλαμβάνονται πως η πόλη έχει επείγουσα ανάγκη διάσωσης της όποιας ιστορικής φυσιογνωμίας έχει απομείνει και παραγωγή καλής, σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Η Λάρισα αξίζει κάτι καλύτερο.
(*) φωτογραφία Θωμάς Κυριάκος
Nίκος Βατόπουλος (Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)