Του Αλέξανδρου Νάρη
Είναι ένοχος ο Βασίλης.
Είναι ένοχος γιατί αποφάσισε να βάλει υποψηφιότητα για μια θέση που εκτός από απολυτήριο Λυκείου απαιτούσε και εξετάσεις που αποδείκνυαν πως δεν είναι μέθυσος, δεν πάσχει από σύνδρομο Down και μπορεί να πει το “ρο”. Αυτά.
Κι έχοντας αυτά τα προσόντα, θα μπορούσε να απολαμβάνει ένα μισθό που θα του έδινε τη δυνατότητα μιας πολύ καλύτερης σύνταξης, σε δυο-τρία χρόνια το πολύ. Και για να το πετύχει αυτό, ήταν ο μόνος από τους συνυποψήφιούς του που προσλήφθηκε ως μόνιμος, ενώ όλοι οι υπόλοιποι αρκέστηκαν στο μπλοκάκι, που πολύ τους ήταν κιόλας.
Είναι ένοχος ο Βασίλης, γιατί θέλησε να έρθει στη Λάρισα, να μην ταλαιπωριέται σε σταθμούς μικρούς, μακριά από το σπίτι του, κοντά στα εξήντα.
Είναι ένοχος γιατί πάλεψε για το καλύτερο γι’ αυτόν και την οικογένειά του με τον τρόπο που είχε μάθει τόσα χρόνια, με τον τρόπο που έβλεπε να λειτουργούν και να προκόβουν οι γύρω του, γιατί ακολούθησε τις ράγες της επιτυχίας των μεταπολιτευτικών χρόνων.
Είναι ένοχος και μπορούμε να τον σταυρώσουμε ελεύθερα.
Δεν είναι ένοχοι αυτοί που πούλησαν τον ΟΣΕ για ένα πινάκιο φακής, που παίρνουν 50 εκατομμύρια το χρόνο επιδότηση και δεν ενδιαφέρονται να φτιάξουν απλά γ@μημένα φανάρια, σ’ αυτή την τεράστια χώρα του ενός σιδηροδρομικού άξονα. Κι αν γίνει η ζημιά, έγινε. Ούτως ή άλλως, αυτοί και τα παιδιά τους δεν ανεβαίνουνε σε τρένο.
Δεν είναι ένοχοι οι Δειλοί, που γνωρίζουν ότι σε κάθε δρομολόγιο κινδυνεύουνε ζωές κι αντί να κινήσουνε το σύμπαν, ξεπλένονται από ευθύνες κι ενοχές με 4ωρες προειδοποιητικές απεργίες. Πάμε κι όπου βγει…
Δεν είναι ένοχοι οι Παρτάκηδες, που αν οι Δειλοί γινότανε Γενναίοι και παγώνανε τα πάντα μέχρι το πράγμα να στρώσει, θα τους σκυλοβρίζανε γιατί χάσανε το δρομολόγιό τους, θα τους πλακώνανε στις μηνύσεις και θα ψηφίζανε όποιον θα έβαζε τους εργατοπατέρες στη θέση τους.
Δεν είναι ένοχοι αυτοί που σαστισμένοι βροντοχτυπούν τα πλήκτρα βομβαρδίζοντας με δακρυσμένα emo και τραγικές φωτογραφίες τις σελίδες τους στα facebook και στα Instagram, με μια κρυφή ανακούφιση που το κακό δεν τους άγγιξε, μια ανακούφιση που δένει περίεργα με τον τρόμο της ταύτισης. Δεν είναι ένοχοι αυτοί που θλίβονται, αλλά που ποτέ δεν μάχονται, ελπίζοντας στη δικαιοσύνη, κι ας ξέρουν εδώ και χρόνια ότι αυτή είναι σ’ άλλες ράγες όταν το έγκλημα ακουμπάει μεγαλοσχήμονες αλήτες.
Δεν είναι ένοχοι αυτοί που σκούζουν και τσιρίζουν σε κάθε προσπάθεια αξιολόγησης, δεν είναι ένοχοι αυτοί που υπογράφουν αιτήματα μετάθεσης, τακτοποίησης, βολέματος στα γραφεία των Βουλευτών, ούτε οι Βουλευτές, οι Υπουργοί, οι Δήμαρχοι, οι Αντιδήμαρχοι, η σάρα και η μάρα, που σηκώνουν το τηλέφωνο και γελώντας τακτοποιούνε ψηφοφόρους.
Δεν υπάρχει αυτή τη φορά η μανία της φύσης να μας δώσει άλλοθι. Ούτε μποφόρ, ούτε Ρίχτερ, ούτε βροχή με το τουλούμι. Απλή, αγνή διαφθορά ως το μεδούλι, μιας κοινωνίας που ενδόμυχα θεωρεί τον Πολάκη μάγκα και τον Χριστοφοράκο Κύριο.
Δεν υπάρχει κάτι σάπιο στο Βασίλειο, είναι όλο σάπιο. Κι αυτός ο σπόρος, να πάρει η ευχή, αργεί για να φυτρώσει. Και μέχρι τότε, οι λίγοι και οι σκόρπιοι, σαν εκείνον που ένα χρόνο πριν παραιτήθηκε πλήρως αγνοημένος, φωνάζοντας για εγκληματικές παραλείψεις, θα πάνε χαμένοι, γραφικά κορόϊδα μιας κοινωνίας – αγέλης, που τύπους σαν αυτόν τους φτύνει γιατί δεν τους αντέχει, δεν τους μπορεί. Κι ας βλέπουμε χιλιάδες παιδιά να φεύγουνε στα ξένα, δεκάδες παιδιά να χάνονται στις ράγες, όνειρα κι ελπίδες να ξεσκίζονται, δεν είμαστε ένοχοι εμείς, κι αυτό είναι που μετράει.
Μόνο που τελικά είμαστε και Ένοχοι και Φταίχτες. Κι είναι το Ουρλιαχτό της Μάνας η ποινή μας αδέλφια, ένα ουρλιαχτό της κόλασης, που δεν έρχεται μόνο για τον Σταθμάρχη. Έρχεται για όλους μας.