Με μια συγκινητική πρωτοχρονιάτικη ιστορία της, στέλνει σε όλους τις ευχές της, για Καλή Πρωτοχρονιά, η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής Ευαγγελία Λιακούλη
Τα γέρικα άλογα
*Της Ευαγγελίας Λιακούλη
«Ξέχασέ το, σου λέω μπαμπά! Εγώ δεν πάω με τίποτα… Άκου εκεί, να με στείλεις Πρωτοχρονιάτικα στη γιαγιά να πω «Χρόνια Πολλά»! Τι «Χρόνια Πολλά» να πω, ρε πατέρα; Σε 85χρονη γυναίκα; Ειρωνεία είναι! Αποκλείεται..Να πάει ο Γιώργος», είπε αποφασιστικά η Έρη- από το Μαρία της γιαγιάς της, που δεν άρεσε ποτέ στη μητέρα της και της το άλλαξε, από τη μέρα της βάπτισης ακόμη.
«Τι είπες»; πετάχτηκε ο αφοσιωμένος μέχρι εκείνη τη στιγμή στο κινητό του, Γιώργος. «Εμένα παίδες, σ’αυτά μην με ανακατεύεται. Δεν είμαι εγώ για κοινωνικά και τέτοια…Σήκω πήγαινε κορίτσι μου και δώσε χαιρετίσματα» είπε ορθά –κοφτά, «ο βαρύς» της οικογένειας.
Ο Θανάσης, ανακάτευε τα ξύλα στο τζάκι του σαλονιού και άκουγε τα παιδιά του, στην καρδιά της εφηβείας και τα δύο, να έχουν ξεσηκωθεί επειδή τόλμησε να τους πει ότι σήμερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, καλό θα ήταν να περάσουν το μεσημέρι από το σπίτι της γιαγιάς να τη δούνε κι ότι αυτό θα την έκανε να χαρεί πολύ.
Η μητέρα του, η κυρία Μαρία, μια υπερήλικη γυναίκα, χήρα ήδη από τα 60, ζούσε μόνη της, ήσυχα και απλά.
Είχε περάσει πολύ δύσκολα χρόνια, με τον συγχωρεμένο τον άνδρα της- που δεν τον έλεγες και εύκολο άνθρωπο, μέσα στη γκρίνια, τη φτώχεια και τη βιοπάλη….
Εκείνος δούλευε σε μια τεχνική εταιρία, εργάτης στα χωματουργικά και αυτή, το χειμώνα καθαρίστρια σε σπίτια και το καλοκαίρι στα χωράφια.
Μοναχογιός ο Θανάσης, ο Θανασάκης της, η ζωή της όλη.
Τα έφαγε τα χεράκια της στις χλωρίνες για να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει – χημικός μηχανικός, παρακαλώ!
Πολύ καμάρι έκανε, πολλή αγάπη έδωσε, πολλές αγκαλιές έσφιξε στον Θανασάκη της η κυρία Μαρία …αλλά τώρα…
«Τι καυγάς είναι αυτός; Ακούγεστε στη γειτονιά ! Σωπάστε πια!» , φώναξε ορμώντας από το μπαλκόνι μέσα στο σπίτι η Βάσω, η γυναίκα του Θανάση, που με την ίδια φόρα συνέχισε: «Πάλι τα ίδια, Θανάση; Πάλι πιέζεις τα παιδιά με την μάνα σου και τη μάνα σου; Μας έφαγες τη ζωή, πια ! Αστη τη γυναίκα ήσυχη να πεθάνει! Μας τρελαίνεις στις γιορτές κάθε χρόνο! Ελεος είσαι…έλεος! Τι θες, πια; Να την πάρουμε μήπως και μαζί μας; Να της δώσουμε κι ένα δωμάτιο;
Να την βάλουμε στην πολυθρόνα, να την έχουμε βασίλισσα; Επιτέλους! Εχεις οικογένεια. Δεν είσαι για να σπαταλιέσαι… Εγώ τολμώ και το λέω: ευθανασία Θανάση - ναι και για μένα το λέω! Όταν φτάσω να είμαι ανήμπορη γριά, σαν τον κοπρίτη τον …πώς τον λέτε ρε Γιώργο …ναι τον Πάρι…αυτόν τον σκύλο που όλη μέρα είναι στην πόρτα της πολυκατοικίας, γέρος και ανήμπορος και κάθεται, κουνώντας μόνο την ουρά του, να με στείλετε για ευθανασία! Τουλάχιστον δεν θα ταλαιπωρώ κανένα! Παιδιά, πάτε βολτίτσα να ξεσκάσετε με τους φίλους σας και αφήστε τα γεράματα γι’αυτούς που τα έχουν. Άλλωστε, τα γέρικα άλογα τα σκοτώνουν για να μην ταλαιπωρούνται…»
Έφυγε αεράτη προς την κουζίνα της η Βάσω, μια σύγχρονη γυναίκα, μοντέρνα, με άποψη για όλα, χειραφετημένη και επιτυχημένη επιχειρηματίας… Δούλεψε πολύ σκληρά για να φθάσει ψηλά και φαινόταν καθαρά η κεκτημένη ταχύτητα της επιτυχίας, που μάλλον δεν κατάφερνε να ανακόψει ούτε μέσα της…
Έμειναν όλοι παγωμένοι στο σαλόνι..
Τα παιδιά κοιτάζονταν στα μάτια και ο Θανάσης, βουρκωμένος και αμίλητος …
Δύο ώρες μετά, τα παιδιά χτυπούσαν το κουδούνι της κυρίας Μαρίας.
Είχαν αποφασίσει μόνα τους, βγαίνοντας για να συναντήσουν τους φίλους τους, να σταματήσουν για λίγο να δούνε την γιαγιά τους…
Τα βουρκωμένα μάτια του πατέρα τους, μάλλον είχαν μιλήσει μέσα τους…
Με ένα πολύχρωμο σάλι, πλεγμένο από τα χεράκια της με χοντρό νήμα βελουτέ, υποδέχθηκε η γιαγιά Μαρία τα εγγόνια της. Άνοιξε τα χέρια της και τα κρόσσια κουνιόντουσαν τρελά, σαν να υπάκουαν στον ρυθμό της καρδιάς της, της απέραντης αγάπης, της λαχτάρας της, μόλις απρόσμενα είδε τα μονάκριβά της…
«Καλώς τα, τα τζιέρια μου, τις καρδούλες μου, τις ψυχούλες μου… Καλώς τα νιάτα μου… τα μάτια μου …το φώς μου..» σταματημό δεν είχαν οι τρυφεράδες και οι ευχές της.
Κάθισαν μαζί στο σαλόνι της … Στην αρχή τα παιδιά παγωμένα και βιαστικά, αλλά η κυρά Μαρία ,ήξερε να τιθασεύει το χρόνο.
«Πήρα προχθές μια καφετιέρα για εσπρέσο, παιδιά. Είπα μήπως έρθετε και δεν έχω να σας τρατάρω τα σωστά. Θέλετε;» ρώτησε αφοπλιστικά
Κοιτάχθηκαν τα παιδιά, πρώτα αμήχανα και μετά έβαλαν τα γέλια .
Ξεκαρδίζονταν για ώρα, μαζί με τη γιαγιά τους…
Είπαν για το σχολείο, για τη ζωή τους, για τα φλέρτ και τους φίλους, για πολλά και για όλα…
Μετά από ώρα κοίταξε ο Γιώργος το ρολόι του και έδειξε έτοιμος να σηκωθεί.
Μόλις το κατάλαβε η κυρία Μαρία, του έγνεψε να περιμένει λίγο ….
Πήγε στο υπνοδωμάτιο και έφερε ένα μεγάλο λευκό κουτί. Το άνοιξε και τότε…
«Παιδιά, αυτό το κουτί είναι για σας. Είναι πια καιρός να σας το δώσω. Αυτό το κουτί έχει μεγάλη ιστορία, είχε μέσα το νυφικό μου. Τώρα μέσα βρίσκεται ό,τι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου. Κοιτάξτε. Η πρώτη κουδουνίστρα του πατέρα σας, το πρώτο δοντάκι που άλλαξε και το ζιπουνάκι του… Οι κουδουνίστρες οι δικές σας, που είχα στο σπίτι όταν σας φρόντιζα για να δουλεύουν οι γονείς σας..Τα πρώτα τετράδια, βιβλία, παραμύθια, φωτογραφίες … και προσέξτε αυτό! Αυτό είναι το αγαπημένο μου.
Αυτή η ροζ κορδέλα, είναι της μανούλας σας, της Βασούλας μου! Που την φορούσε όταν την έφερε πρώτη φορά ο πατέρας σας να τη γνωρίσω και την λάτρεψα, την αγάπησα, όπως και το Θανασάκη μου. Η κόρη που δεν είχα, έγινε αμέσως εκείνη. Παιδιά, να προσέχετε πολύ και να βοηθάτε τη μανούλα σας. Είναι πολύ καλή, είναι μια ψυχούλα.
Δούλεψε πολύ και όταν ο άνθρωπος δουλεύει πολύ, σκληραίνει μερικές φορές... Να την προσέχετε. Θυμάμαι ότι όταν την είδα πρώτη φορά, είπα «είναι ένας άγγελος που ήρθε για μένα στη γη» και συγκινήθηκε πολύ, όταν της ζήτησα να κρατήσω την κορδέλα της, γιατί δεν είχα το ζιπουνάκι της …Πάρτε τα. Να ξέρετε ότι είναι τα φυλαχτά της οικογένειάς μας...»
Αποφάσισαν να γυρίσουν στο σπίτι. Πήραν τηλέφωνο στην παρέα και είπαν ότι δεν θα πάνε…
Κάτι είχε συμβεί μέσα τους, σαν να είχαν ισοπεδωθεί….Σε όλο το δρόμο έμειναν αμίλητοι
Έφτασαν στην είσοδο της πολυκατοικίας…Ο γέρο -Πάρις εκεί, κουνώντας χαρούμενα την ουρά του.
Κοιτάχθηκαν στα μάτια μεταξύ τους και αυτό έφτασε.
Χτύπησαν το κουδούνι και άνοιξε η Βάσω .
«Τι έγινε παιδιά; Γιατί χτυπάτε; Δεν έχετε κλειδιά; Τι δουλειά έχει ο σκύλος εδώ; »
«Μαμά, θέλουμε μια χάρη να σου ζητήσουμε. Μπορούμε να πάρουμε σήμερα μαζί μας τον Πάρι, μόνο για σήμερα; Να τον φροντίσουμε και να περάσει την Πρωτοχρονιά μαζί μας;;»
Η Βάσω άφωνη προσπαθούσε να καταλάβει τι έχει συμβεί ..
Τότε η Έρη άνοιξε το κουτί και έβγαλε την ροζ κορδέλα.
«Μαμά, θυμάσαι;»
Από το μπαλκόνι του σπιτιού και τη διάφανη κουρτίνα του σαλονιού, ένα απέραντο φως ξεχυνόταν την παραμονή αυτής της Πρωτοχρονιάς…
Δίπλα στο τζάκι, στην πολυθρόνα, ένα πολύχρωμο σάλι με κρόσσια κουνιόταν τρελά και στο χαλάκι μπροστά, μια γέρικη σκυλίσια ουρά, ορθωνόταν, σαν λάβαρο Ανθρωπιάς και ευτυχίας …
Καλή Πρωτοχρονιά!